φαινικός

φαινικός
-ή, -ό, Ν
φρ. «φαινικό οξύ»
χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης φαινόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenic (acid) < phen- (< φαίνω). Η λ., στον λόγιο τ. φαινικόν, μαρτυρείται από το 1890 στον Ο.Α. Ρουσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”